Eρωτήσεις & Aπαντήσεις για τη Διαμεσoλάβηση

Τι είναι η Διαμεσολάβηση (Mediation); 

Η Διαμεσολάβηση είναι ένας τρόπος εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών. Πρόκειται για μια διαδικασία κατά την οποία τα μέρη, συνοδευόμενα από τους δικηγόρους τους, διαπραγματεύονται και επιδιώκουν την επίλυση της διαφοράς τους με συμφωνία, ενώπιον ενός ανεξάρτητου και αμερόληπτου διαμεσολαβητή. Στο τέλος της διαδικασίας συντάσσεται από τον διαμεσολαβητή Πρακτικό Διαμεσολάβησης, το οποίο περιλαμβάνει τη συμφωνία των μερών ή διαπιστώνει την αποτυχία της διαδικασίας.

Πως γίνεται προσφυγή στη Διαμεσολάβηση κατά το Ν. 4640/2019; 

1. Προσφυγή στη διαμεσολάβηση για τις υπαγόμενες σε αυτή διαφορές του παρόντος επιτρέπεται:

α) αν τα μέρη συμφωνούν να προσφύγουν στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, αφότου ανέκυψε η διαφορά,

β) αν τα μέρη κληθούν να προσφύγουν στη διαμεσολάβηση και συναινούν σε αυτή, σύμφωνα με την παράγραφο 2,

γ) αν η προσφυγή στη διαμεσολάβηση διαταχθεί από δικαστική αρχή άλλου κράτουςμέλους και η σχετική υπαγωγή της διαφοράς δεν προσβάλλει τα χρηστά ήθη και τη δημόσια τάξη,

δ) αν η προσφυγή στη διαδικασία της διαμεσολάβησης επιβάλλεται από τον νόμο,

ε) αν σε έγγραφη συμφωνία των μερών υπάρχει ρήτρα διαμεσολάβησης.

2. Το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί ιδιωτική διαφορά που δύναται να υπαχθεί στη διαδικασία της διαμεσολάβησης σύμφωνα με το άρθρο 3 του παρόντος, μπορεί σε κάθε στάση της δίκης, ανάλογα με την περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη κατά την ελεύθερη κρίση του όλες τις περιστάσεις της κρινόμενης υπόθεσης, να καλεί τα μέρη να προσφύγουν στη διαδικασία της διαμεσολάβησης για να επιλύσουν τη διαφορά. Εφόσον τα μέρη συμφωνούν, η σχετική έγγραφη συμφωνία περιλαμβάνεται στα πρακτικά του Δικαστηρίου. Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο αναβάλλει υποχρεωτικά τη συζήτηση της υπόθεσης σε δικάσιμο μετά την πάροδο τριμήνου και όχι πέραν του εξαμήνου, μη συνυπολογιζόμενου του χρονικού διαστήματος των δικαστικών διακοπών. Η ίδια συνέπεια επέρχεται και στις λοιπές περιπτώσεις προσφυγής στη διαμεσολάβηση κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας της υπόθεσης. Εφόσον τα διάδικα μέρη ή ένα εξ' αυτών παρίστανται ενώπιον του Δικαστηρίου διά πληρεξουσίου δικηγόρου, η πληρεξουσιότητα προς αυτόν καλύπτει και τη συμφωνία περί υπαγωγής της διαφοράς στη διαμεσολάβηση.

3. Η υπαγωγή μιας διαφοράς ιδιωτικού δικαίου στη διαδικασία της διαμεσολάβησης δεν αποκλείει τη λήψη ασφαλιστικού μέτρου για αυτήν, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Ο δικαστής που διατάσσει το ασφαλιστικό μέτρο μπορεί να ορίσει κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 693 Κ.Πολ.Δ. προθεσμία, όχι μικρότερη από τρεις (3) μήνες, για την άσκηση της αγωγής για την κύρια υπόθεση.

4. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών, στο πλαίσιο της άσκησης των αρμοδιοτήτων του, σύμφωνα με την περίπτωση α΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 25 του ν. 1756/1988 (Α΄ 35), δικαιούται να συστήνει σε όσους φιλονικούν την προσφυγή στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, όπου αυτό είναι δυνατό.

5. Η συμφωνία των μερών για προσφυγή στη διαδικασία της διαμεσολάβησης διέπεται από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου για τις συμβάσεις και πρέπει να περιγράφει το αντικείμενο αυτής.

Σε κάθε περίπτωση, οι δικηγόροι είναι υποχρεωμένοι να ενημερώνουν τους πελάτες τους για τη δυνατότητα διευθέτησης της διαφοράς μέσω διαμεσολάβησης καθώς και για την τυχόν υποχρεωτική υπαγωγή της στη διαδικασία, και μάλιστα εγγράφως. Το ενημερωτικό έγγραφο συμπληρώνεται και υπογράφεται από τον εντολέα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και κατατίθεται με το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής ή άλλου ένδικου βοηθήματος επί ποινή απαράδεκτου της συζήτησής του (άρθρο 3).

Ποιές είναι οι υπαγόμενες διαφορές στην Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία της Διαμεσολάβησης; 

Συγκεκριμένα και σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 του ν. 4640/2019:

Α. Στην ΥΑΣ υπάγονται:

1) Από την 15η Ιανουαρίου 2020, οι οικογενειακές διαφορές που αφορούν:

α) τον καθορισμό, τη μείωση ή την αύξηση της συνεισφοράς του καθενός από τους συζύγους για τις ανάγκες της οικογένειας, της διατροφής που οφείλεται λόγω γάμου, διαζυγίου ή συγγένειας, των δαπανών τοκετού και της διατροφής της άγαμης μητέρας, καθώς και της διατροφής της μητέρας από την κληρονομική μερίδα που έχει επαχθεί στο τέκνο που αυτή κυοφορεί,

β) την άσκηση της γονικής μέριμνας αναφορικά με το τέκνο κατά τη διάρκεια του γάμου, και σε περίπτωση διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή όταν πρόκειται για τέκνο χωρίς γάμο των γονέων του, τη διαφωνία των γονέων κατά την κοινή άσκηση από αυτούς της γονικής τους μέριμνας, καθώς και την επικοινωνία των γονέων και των λοιπών ανιόντων με το τέκνο,

γ) τη ρύθμιση της χρήσης της οικογενειακής στέγης και της κατανομής των κινητών μεταξύ συζύγων,

δ) κάθε άλλη περιουσιακού δικαίου διαφορά, που απορρέει από τη σχέση των συζύγων, ή των γονέων και τέκνων.

2) Aπό την 15η Μαρτίου 2020, οι διαφορές που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία και υπάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, αν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ και Πολυμελούς Πρωτοδικείου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

3) Από τη δημοσίευση του νόμου, ήτοι 30 Νοεμβρίου 2019, οι διαφορές για τις οποίες σε έγγραφη συμφωνία των μερών προβλέπεται και είναι σε ισχύ ρήτρα διαμεσολάβησης (σ.σ. ενδεικτικά: ενεργό συμβόλαιο μίσθωσης, σύμβαση εργασίας σε σχύ, καταστατικό εταιρίας που δεν έχει λυθεί, που έχει συμπεριληφθεί τέτοιος όρος)

Β. Στην ΥΑΣ δεν υπάγονται:

  1. οι διαφορές στις οποίες διάδικο μέρος είναι το Δημόσιο, Ο.Τ.Α. ή Ν.Π.Δ.Δ..
  2. οι γαμικές διαφορές που αφορούν:

α) το διαζύγιο,

β) την ακύρωση γάμου,

γ) την αναγνώριση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας γάμου,

3. οι διαφορές από τις σχέσεις γονέων και τέκνων που αφορούν:

α) την προσβολή της πατρότητας,

β) την προσβολή της μητρότητας,

γ) την αναγνώριση ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει σχέση γονέα και τέκνου ή γονική μέριμνα,

δ) την αναγνώριση ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει ή είναι άκυρη η εκούσια αναγνώριση ενός τέκνου χωρίς γάμο των γονέων του ή η εξομοίωσή του με τέκνο γεννημένο σε γάμο λόγω επιγενόμενου γάμου των γονέων του, καθώς και την προσβολή της εκούσιας αναγνώρισης,

ε) την αναγνώριση ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει ή είναι άκυρη υιοθεσία ή τη λύση της,

στ) την αναγνώριση ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει επιτροπεία.

Τι σημαίνει στην πράξη η υποχρεωτική υπαγωγή των παραπάνω διαφορών σε Διαμεσολάβηση;

Πρακτικά, η υποχρεωτική υπαγωγή των παραπάνω διαφορών σε διαμεσολάβηση σημαίνει ότι αν τα μέρη παραστούν στη συζήτηση της αγωγής τους χωρίς να απευθυνθούν πρώτα σε Διαμεσολαβητή, επιδιώκοντας τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς τους, το Δικαστήριο θα κηρύσσει τη συζήτηση της αγωγής απαράδεκτη. Μόνο μετά το ανεπιτυχές πέρας της έως άνω διαμεσολάβησης, κάθε μέρος δικαιούται να προσφύγει στο δικαστήριο, προσκομίζοντας το πρακτικό αποτυχίας. Αν μετά την υποχρεωτική αρχική συνεδρία τα μέρη δεν συμφωνήσουν να προχωρήσουν σε διαμεσολάβηση, θεωρείται ότι έχει πληρωθεί η υποχρέωση του άρθρου 6.

Αν ένα από τα μέρη παρότι έχει κληθεί νόμιμα στη διαδικασία διαμεσολάβησης (με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, τηλεομοιοτυπία ή συστημένη επιστολή), δεν προσέρχεται σε αυτή, συντάσσεται πρακτικό μη επίτευξης συμφωνίας το οποίο προσκομίζεται στο Δικαστήριο που επιλαμβάνεται της διαφοράς. Το Δικαστήριο αυτό μπορεί να επιβάλει στο μέρος που δεν προσήλθε στη διαμεσολάβηση χρηματική ποινή υπέρ του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. ποσού 100 ως 500 ευρώ, συνεκτιμώντας την εν γένει συμπεριφορά του και των λόγων μη προσέλευσης.

Πως ξεκινά η διαδικασία της Διαμεσολάβησης; 

(α) Επιλογή Προσώπου Διαμεσολαβητή (άρθρο 7 παρ. 1)

Τα μέρη, αφού ενημερωθούν για τη δυνατότητα διαμεσολάβησης ή την υποχρεωτική διαμεσολάβηση από τους δικηγόρους τους, καλούνται να επιλέξουν και να συμφωνήσουν στο πρόσωπο του διαμεσολαβητή από τη λίστα διαπιστευμένων διαμεσολαβητών του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία, τότε ο διαμεσολαβητής ορίζεται μετά από αίτηση οποιουδήποτε εκ των μερών, από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης κατά σειρά προτεραιότητας με βάση τον αριθμό Ειδικού Μητρώου Διαμεσολαβητών του άρθρου 39, μεταξύ όσων εδρεύουν στην περιφέρεια του δικαστηρίου που είναι κατά τόπο αρμόδιο για την εκδίκαση της διαφοράς.

(β) Έναρξη Διαδικασίας (άρθρο 7 παρ. 2)

Η διαδικασία ξεκινά με την κατάθεση αιτήματος προσφυγής στο διαμεσολαβητή από το δικηγόρο του αιτούμενου δικαστική προστασία. Μέσα σε 20 μέρες από την επομένη της γνωστοποίησης της αίτησης του προσφεύγοντος στο άλλο μέρος, λαμβάνει χώρα η Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία διαμεσολάβησης (δυνατό να γίνει και μέσω τηλεδιάσκεψης). Η διάρκεια και οι διαδικαστικές λεπτομέρειες της διαμεσολάβησης καθορίζονται από το διαμεσολαβητή σε συμφωνία με τα μέρη. Σε έλλειψη συμφωνίας, ο διαμεσολαβητής διεξάγει τη υποχρεωτική αρχική συνεδρία όπου και όπως αυτός κρίνει.

Η έναρξη της διαμεσολάβησης επιφέρει αναστολή της παραγραφής και της αποσβεστικής προθεσμίας (άρθρο 9) καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Την επομένη ημέρα, μετά τη σύνταξη πρακτικού μη επίτευξης συμφωνίας, την επίδοση δήλωσης αποχώρησης ή την με οποιοδήποτε τρόπο ολοκλήρωση ή κατάργηση της διαδικασίας, αρχίζει και πάλι να τρέχει ο χρόνος, με την επιφύλαξη των 261, 262, 263 ΑΚ.

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της διαδικασίας που ακολουθείται; 

Η διαμεσολάβηση διενεργείται σύμφωνα με την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας των μερών. Κατά συνέπεια, τα μέρη είναι ελεύθερα ανά πάσα στιγμή να αποχωρήσουν από τη διαδικασία χωρίς αιτιολογία ή ποινή (άρθρο 15 παρ. 1). Επιπλέον, η διαμεσολάβηση έχει εμπιστευτικό χαρακτήρα, και για το λόγο αυτό δεν τηρούνται πρακτικά, εκτός αν υπάρξει διαφορετική συμφωνία των μερών (άρθρο 5 παρ. 5). Ο διαμεσολαβητής υποχρεούται να τηρεί το απόρρητο των πληροφοριών που προέκυψαν κατά την διάρκεια της διαμεσολάβησης, συμπεριλαμβανομένου και του γεγονός της διεξαγωγής της, εκτός εάν υποχρεούται να πράξει διαφορετικά από διάταξη νόμου, ή συντρέχουν λόγοι δημοσίας τάξης (άρθρο 16).

Πως περατώνεται η Διαμεσολάβηση; 

Εφόσον, μετά την υποχρεωτική αρχική συνεδρία τα μέρη αποφασίσουν να συνεχίσουν την διαδικασία της διαμεσολάβησης, η διαμεσολάβηση θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί εντός σαράντα (40) ημερών, με δυνατότητα παράτασης της εν λόγω προθεσμίας μετά από συμφωνία των μερών. Ο διαμεσολαβητής συντάσσει Πρακτικό Διαμεσολάβησης. Σε αυτό, καταγράφονται τα πλήρη στοιχεία των συμμετεχόντων στην διαδικασία και η τελική συμφωνία των μερών, ή διαπιστώνεται η μη επίτευξη συμφωνίας, και υπογράφεται από τα μέρη, τους παραστάτες δικηγόρους και το διαμεσολαβητή (σε αποτυχία μόνο από αυτόν). Κάθε μέρος δικαιούται να παραλάβει από ένα ισόκυρο πρακτικό.

Αντίγραφό του μπορεί να κατατεθεί οποτεδήποτε στη γραμματεία του δικαστηρίου που είναι κατά τόπο αρμόδιο κατά τον ΚΠολΔ για την εκδίκαση της υπόθεσης με την καταβολή παραβόλου ύψους 50 ευρώ. Αν το Πρακτικό περιέχει συμφωνία των μερών για ύπαρξη αξίωσης που μπορεί να εκτελεστεί αναγκαστικά, αποτελεί εκτελεστό τίτλο από τη στιγμή της κατάθεσής του κατά το άρθρο 904 παρ. 2 του ΚΠολΔ (άρθρο 8 παρ. 3).

Κατά το άρθρο 15 παρ. 4, ο Διαμεσολαβητής μπορεί να περατώσει τη διαδικασία, μετά από αιτιολογημένη ενημέρωση των μερών, εφόσον:

  1. επέρχεται διευθέτηση της διαφοράς που είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη ή τη δημόσια τάξη, ή
  2. θεωρεί ότι η συνέχιση της διαμεσολάβησης είναι απίθανο να οδηγήσει στη διευθέτηση της διαφοράς.

Ποια πρέπει να είναι τα προσόντα του Διαμεσολαβητή;

Το άρθρο 12 του Ν. 4640/2019 περιλαμβάνει μια πληθώρα λεπτομερών διατάξεων γύρω από το πρόσωπο του Διαμεσολαβητή, οι οποίες καθορίζουν ποια προσόντα θα πρέπει να έχει κάποιος για να εργαστεί ως Διαμεσολαβητής. 

Οι διαμεσολαβητές πρέπει να είναι: α) απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή κάτοχοι ισοδύναμου πτυχίου της αλλοδαπής, β) εκπαιδευμένοι από Φορέα εκπαίδευσης διαμεσολαβητών αναγνωρισμένο από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης ή κάτοχοι τίτλου διαπίστευσης από άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γ) διαπιστευμένοι από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης και εγγεγραμμένοι στα Μητρώα του άρθρου 29. Αν απόφοιτος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή κάτοχος ισοδύναμου πτυχίου της αλλοδαπής είναι και κάτοχος μεταπτυχιακού ή διδακτορικού τίτλου ΑΕΙ ή ισοδυνάμου τίτλου της αλλοδαπής με αντικείμενο την διαμεσολάβηση, δεν απαιτείται, προκειμένου να διαπιστευθεί, περαιτέρω εκπαίδευσή του από Φορέα εκπαίδευσης διαμεσολαβητών και δύναται να συμμετέχει απευθείας στις εξετάσεις για την διαπίστευσή του. Αποκλείονται της άσκησης του επαγγέλματος του διαμεσολαβητή όσοι υπηρετούν ως δημόσιοι, δημοτικοί και δικαστικοί υπάλληλοι ή υπάλληλοι Ν.Π.Δ.Δ. καθώς και οι εν ενεργεία δικαστικοί ή δημόσιοι λειτουργοί.

Ποιά είναι η αμοιβή του Διαμεσολαβητή; 

Η αμοιβή του Διαμεσολαβητή καθορίζεται ελεύθερα με γραπτή συμφωνία διαμεσολαβητή και των μερών. Σε έλλειψη συμφωνίας, το άρθρο 18 , παρ. 2 ορίζει ως αμοιβή του Διαμεσολαβητή, στις περιπτώσεις του άρθρου 6 το ποσό των 50 ευρώ για την υποχρεωτική αρχική συνεδρία, ενώ η ελάχιστη ωριαία αμοιβή για κάθε ώρα διαμεσολάβησης μετά την υποχρεωτική αρχική συνεδρία ορίζεται στα 80 ευρώ και βαρύνει ισόποσα τα μέρη.

Ποιός είναι ο επιβλέπων φορέας της διαδικασίας της Διαμεσολάβησης και ποιές είναι οι αρμοδιότητές του;

Με τα άρθρα 10 και 11 ορίζεται η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης, αρμόδια να επιλαμβάνεται κάθε ζητήματος που αφορά την εφαρμογή του θεσμού της διαμεσολάβησης ακόμα κι αν αυτό δεν περιλαμβάνεται στο νόμο.

Η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης δύναται να συστήνει, κατά την κρίση της, υποεπιτροπές για την ταχεία επίλυση ζητημάτων που προκύπτουν από την εφαρμογή του νόμου, ενώ σε κάθε περίπτωση συγκροτεί υποχρεωτικά τέσσερις (4) βασικές υποεπιτροπές, η θητεία των οποίων είναι διετής, εκτός αν άλλως ορίζεται ειδικότερα, με τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

α) «Επιτροπή Μητρώου Διαμεσολαβητών», η οποία είναι αρμόδια για την τήρηση των Μητρώων των Διαμεσολαβητών (άρθρο 29), για κάθε σχετικό ζήτημα ή έκδοση πράξης που αφορά τα τηρούμενα Μητρώα και για τη συγκέντρωση των Εκθέσεων Πεπραγμένων, σύμφωνα με το άρθρο 21.

β) «Επιτροπή Δεοντολογίας και Πειθαρχικού Ελέγχου», η οποία είναι αρμόδια για τη συμμόρφωση των διαμεσολαβητών με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον παρόντα νόμο και για την εφαρμογή του Πειθαρχικού Δικαίου και την επιβολή πειθαρχικών ποινών. Η σύνθεση της υποεπιτροπής αυτής γίνεται σύμφωνα με την παράγραφο Ε.1. του άρθρου 17.

γ) «Επιτροπή Ελέγχου Φορέων Εκπαίδευσης», η οποία είναι αρμόδια για κάθε ζήτημα που αφορά τους Φορείς Κατάρτισης Διαμεσολαβητών.

δ) «Επιτροπή Εξετάσεων», η οποία είναι αρμόδια και έχει την ευθύνη για τη διεξαγωγή των γραπτών και προφορικών εξετάσεων και τη βαθμολόγηση των εξεταζόμενων προς τον σκοπό της διαπίστευσης των υποψήφιων διαμεσολαβητών.